αναλειχάδα

αναλειχάδα
η [αναλείχω]
ανάδοση υγρασίας στην επιφάνεια τοίχου ή αγγείου με νερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναλείχω — (Α ἀναλείχω) γλείφω νεοελλ. 1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι 2. αναδίδω υγρασία 3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λείχω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”